Έκζεμα (ετυμολογία): Από την αρχαία λέξη εκζέω, δηλαδή εκβράζω.
Το έκζεμα είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει δύο παθήσεις του δέρματος. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίδραση του δέρματος όταν είναι ξερό και φλεγμαίνει, αλλά και μια συγκεκριμένη πάθηση του δέρματος, την ατοπική δερματίτιδα ή ατοπικό έκζεμα.